Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστόμιος — ἀστόμιος, ον (Α) (για άλογο) αυτός που δεν δέχεται χαλινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στόμιον («άνοιγμα, χαλινάρι») < στόμα] … Dictionary of Greek
ἀστομίων — ἀστόμιος fem gen pl ἀστόμιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)